πνῖγμα

πνῖγμα
πνῖγ-μα, ατος, τό,
A choking,

βὴξ . . μετὰ π. πολλοῦ Hp.Epid. 7.26

; εἰς π. τὸν δῆμον ἔχειν to have it fast by the throat, Cephisodot. ap.Arist.Rh.1411a7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνῖγμα — choking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγμα — ίγματος, τὸ, Α [πνίγω] το αίσθημα τού πνιγμού, τής ασφυξίας («βήξ... μετ ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • ՀԵՂՁՈՒՄՆ — (ձման.) NBH 2 0084 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. πνιγμός, πνίγμα suffocatio. Հեղձանելն, իլն. խեղդումն. խղդելը, խըղդըւիլը. ... *Զառեալ կենդանիսն ապրեցուցանէր եւեթ ʼի ջրոցն հեղձմանէ. Սարգ. ՟ա. պետ. ՟Ը: *Ոչ եթէ յայն իրս հեղձման… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πνίγματι — πνί̱γματι , πνῖγμα choking neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγματος — πνί̱γματος , πνῖγμα choking neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”